Οι λεγόμενες «βιομηχανίες» που παράγουν αγαθά πολιτισμού και δημιουργίας (cultural and creative industries) αποτελούν τα τελευταία χρόνια έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς στην Ευρώπη. Ο τομέας αυτός φάνηκε μάλιστα ιδιαίτερα ανθεκτικός στην παρούσα κρίση χρέους και ύφεση, καθώς από το 2010 και μετά, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ξεπέρασε το 10% και αναμένεται να μείνει σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα τα επόμενα έτη. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο ορισμό, ως πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες νοούνται οι επιχειρήσεις σύλληψης, παραγωγής, διάδοσης και διανομής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούν εκτενώς τη γνώση, την καινοτομία, τη δημιουργία και τον πολιτισμό ως βασική εισροή παραγωγής. Καλύπτουν ένα ευρύ και ετερόκλητο φάσμα δραστηριοτήτων όπως η διαφήμιση, η αρχιτεκτονική, το σχέδιο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, το λογισμικό, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά, η λογοτεχνία, οι εκδόσεις, το θέατρο, η μουσική, η φωτογραφία, οι βιβλιοθήκες, τα μουσεία, οι αίθουσες τέχνης κλπ.
Στο δυναμικό αυτό τομέα, που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στο μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος σε μία βιώσιμη, έξυπνη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία, αναφέρεται η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, με τίτλο «Η έξυπνη οικονομία: «Πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα. Μπορούν να αποτελέσουν προοπτική εξόδου από την κρίση;» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2014, με επιμέλεια της οικονομολόγου δρ. Σοφίας Λαζαρέτου.
Στο επίπεδο της ΕΕ των 27, με βάση τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας, μετά από την πτώση που σημείωσαν το 2009 συνεχίζουν από τότε να αυξάνονται σταθερά ως το 2011, έχοντας ήδη φθάσει κοντά στα προ της κρίσης επίπεδα. Το 2011, η ΕΕ των 27 αντιπροσώπευε το 38% των εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας και το 35% των εισαγωγών.
Στην Ελλάδα, δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως το μεσαίο έως πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, η προσωπική ταυτότητας της δημιουργίας, η παραγωγική και δημιουργική φαντασία, η ελευθεριότητα σκέψης και η διάθεση κριτικής, η πλεονεκτική γεωγραφική θέση και οι ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες παρέχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του πολιτισμού και της δημιουργίας. Αν και το εμπορικό ισοζύγιο σε προϊόντα και υπηρεσίες πολιτισμού και δημιουργίας παραμένει αρνητικό, η αξία του διεθνούς εμπορίου της Ελλάδας στον τομέα αυτό αυξάνεται ραγδαία ενώ στο σκέλος των υπηρεσιών παρατηρείται συνεχώς αυξανόμενο πλεόνασμα. Μέσα στην κρίση, υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες η πολιτιστική και καλλιτεχνική δημιουργία παρουσίασε ιδιαίτερη άνθηση. Η Εθνική Λυρική Σκηνή, υιοθετώντας ένα πιο εξωστρεφές προφίλ, με άμεση επαφή με το κοινό σε παραστάσεις εκτός θεάτρου και με αναζήτηση νέων μορφών εσόδων εκτός της κρατικής επιχορήγησης, πέτυχε να αναγεννηθεί παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Το ίδιο και ο ελληνικός κινηματογράφος, που καθιερώνεται τα τελευταία χρόνια ως γνωστό εμπορικό σήμα στη διεθνή αγορά, με ραγδαία αύξηση του αριθμού συμμετοχών ελληνικών ταινιών σε διεθνή φεστιβάλ και με αύξηση των εσόδων από πωλήσεις ταινιών.
Για να υποστηριχθούν και να προωθηθούν οι ενθαρρυντικές αυτές τάσεις, χρειάζεται η υιοθέτηση μίας συνολικής στρατηγικής αναπτυξιακού χαρακτήρα για τον πολιτισμό, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πέρα από τα θέματα των επιχορηγήσεων, των φορολογικών ελαφρύνσεων και της εκπαίδευσης, επιβάλλονται σύγχρονες και ευέλικτες ρυθμιστικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, της ενίσχυσης του ανταγωνισμού, της διευκόλυνση των εξαγωγών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη 2014-2020» αναμένεται να βοηθήσει στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων και επαγγελματιών του κλάδου. Η ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία του Προγράμματος έγκειται στη δημιουργία ενός χρηματοδοτικού μηχανισμού που θα διευκολύνει την πρόσβαση των πολιτιστικών και δημιουργικών ΜΜΕ και οργανισμών/οργανώσεων στη χρηματοδότηση, με την παροχή προστασίας έναντι πιστωτικών κινδύνων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συνθέτουν χαρτοφυλάκια δανείων καθώς και με την υποστήριξη της δημιουργίας ικανοτήτων/εμπειρογνωμοσύνης ώστε να αναλύονται ορθά οι συναφείς κίνδυνοι.