Ο στόχος για δημοσιονομική εξυγίανση και προσαρμογή επιτεύχθηκε, ενώ σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν σε όλα τα επίπεδα. Το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη.
Μεταξύ των ετών 2009 και 2012, το πρωτογενές έλλειμμα (έτσι όπως ορίζεται από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής) μειώθηκε κατά 9% του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη και ταχύτερη προσαρμογή που σημειώθηκε ποτέ σε οικονομία του ΟΟΣΑ [Γράφημα 1]. Όσον αφορά το κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές αποτέλεσμα , το 2012 επιτεύχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4,3%. Για το 2013, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,4% του ΑΕΠ. Το πλεόνασμα αυτό, το οποίο με όρους κυκλικής προσαρμογής αντιστοιχεί σε πλεόνασμα 6,4% του ΑΕΠ, είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης των 27. .
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μεταξύ των ετών 2009-2012 το διαρθρωτικό ισοζύγιο προϋπολογισμού της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 13,8% του ΑΕΠ. Το 2013 θα σημειωθεί διαρθρωτικό πλεόνασμα ίσο με 1,2% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης των 27.
Τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τη βαθιά ύφεση. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα αντιστοιχούν στο 38,4% του ΑΕΠ το 2009, στο 40,6% του ΑΕΠ το 2010, στο 42,4% του ΑΕΠ το 2011 και στο 44,6% του ΑΕΠ το 2012. Οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης μειώνονται από τα 124,7 δις ευρώ το 2009, στα 114 δις το 2010, στα 108,3 δις το 2011, φθάνοντας τα 103,9 δις το 2012. Συνολικά, μέχρι τα τέλη του 2013 έχουν ολοκληρωθεί τα 3/4 της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται προκειμένου το χρέος να καταστεί βιώσιμο μέχρι το 2020. Τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης που ελήφθησαν όλο αυτό το διάστημα χωρίστηκαν σχεδόν ισομερώς σε μέτρα περικοπής δαπανών και σε αύξηση φόρων. Συγκεκριμένα, όπως απεικονίζεται και στο διάγραμμα 3, κατά τον πρώτο και δεύτερο χρόνο του προγράμματος , η προσαρμογή στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση των κρατικών εσόδων, ωστόσο, κατά την περίοδο 2013-14, η πλάστιγγα έγειρε σημαντικά υπέρ της περικοπής δαπανών. Το πακέτο μέτρων 2013-14 είναι ιδιαιτέρως εμπροσθοβαρές, με μέτρα που αντιστοιχούν σε σχεδόν 5,6% του ΑΕΠ να έχουν ληφθεί εντός του 2013, ενώ τα υπολειπόμενα μέτρα που αντιστοιχούν σε κάτι παραπάνω από 2% του ΑΕΠ θα εφαρμοστούν μέσα στο 2014.
Εκτιμώντας την αποδοτικότητα των προσπαθειών εξυγίανσης και εξετάζοντας τη βελτίωση στο προβλεπόμενο διαρθρωτικό ισοζύγιο, διαπιστώνεται ότι η εξυγίανση που πέτυχε η Ελλάδα (από τις αρχές του προγράμματος προσαρμογής) είναι όχι μόνο η μεγαλύτερη σε έκταση μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών, αλλά και η ταχύτερη. Αναλυτικά, η Ελλάδα πέτυχε βελτίωση 17,5 ποσοστιαίων μονάδων στο κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές ισοζύγιο, ενώ η εξυγίανση γινόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,4% του ΑΕΠ (Γράφημα 4). Παρόλο που η Ελλάδα ξεκίνησε τη δημοσιονομική της προσαρμογή σχετικά αργά (2010) σε σχέση με άλλες χώρες που συμμετείχαν σε επίσημα προγράμματα βοήθειας, η χώρα καταβάλλει όχι μόνο την πιο εμβριθή αλλά και την ταχύτερη προσπάθεια εξυγίανσης μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. (Γράφημα 5)
Οι κρατικοί προϋπολογισμοί των ετών 2013 και 2014 έχουν ενσωματώσει το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών μέτρων που αναφέρονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) για την περίοδο 2013-2016. Παράλληλα, η Ελλάδα συνεχίζει να εφαρμόζει το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Επιπρόσθετα, εφαρμόζει ένα ευρύ φάσμα μέτρων, όπως είναι οι αυστηροί έλεγχοι δαπανών και ο έλεγχος βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης, με σκοπό να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά της. Εφαρμόζοντας όλα τα παραπάνω, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η Ελλάδα έχει καταφέρει να υπερβεί τους στόχους που της ετέθησαν στο πλαίσιο του προγράμματος. Η απάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων που χαρακτήριζε τη χώρα για πολλά χρόνια, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως απότοκο των θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αναμένεται να οδηγήσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, περιφρουρώντας παράλληλα τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και ενισχύοντας την αξιοπιστία της χώρας προς τους ιδιώτες επενδυτές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Όσον αφορά την εξωτερική προσαρμογή, το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που είχε φτάσει το 14,9% του ΑΕΠ το 2008, έχει πλέον σχεδόν εκμηδενιστεί (2013). Αυτό οφείλεται: στη σταδιακή αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας (το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο από τότε που η χώρα εισήχθη στο ευρώ), στη δραστική μείωση των εισαγωγών, αλλά και στη βαθμιαία τόνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Όσον αφορά το μέτωπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα εφάρμοσε σειρά μέτρων που τη βοήθησαν να κλείσει το χάσμα στην ανταγωνιστικότητα, δημιουργώντας παράλληλα ένα ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις.
Μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν σε σχεδόν όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, με σημαντικότερες αυτές στην αγορά εργασίας, στο συνταξιοδοτικό σύστημα, στον τομέα της υγείας και στη φορολογική διοίκηση. Ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων αυτών, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα παρουσιάζεται κατ’ επανάληψη από τον ΟΟΣΑ ως η χώρα που ανταποκρίνεται στο μεγαλύτερο βαθμό στην υιοθέτηση των ευνοϊκών για την ανάπτυξη συστάσεών του.
Source: OECD, Going for Growth 2012
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας χτυπήθηκε σφοδρά κατά την κρίση και το αποθεματικό των τραπεζών σε καταθέσεις συρρικνώθηκε. Η εξισορρόπηση του χρηματοπιστωτικού τομέα βρίσκεται σήμερα σε καλό δρόμο. Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν, ενώ μικρότερες τράπεζες αναδιαρθρώθηκαν ή εξυγιάνθηκαν. Οι καταθέσεις σταδιακά επιστρέφουν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Στο διάστημα πριν από την κρίση, ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα ισχυρός, με υψηλά επίπεδα πιστωτικής ανάπτυξης, επέκταση των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, ενώ, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είχαν επηρεαστεί σημαντικά από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση.
Ωστόσο, η βαθιά ύφεση που ακολούθησε, μαζί με την υψηλή αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε, είχε σημαντικό αντίκτυπο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ιδίως στο τραπεζικό σύστημα. Η αβεβαιότητα αυτή αντικατοπτρίζεται ιδιαίτερα στις μεγάλες εκροές των τραπεζικών καταθέσεων που έλαβαν χώρα μέχρι τον Ιούνιο του 2012. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες υπέστησαν απώλειες από το πρόγραμμα απομείωσης δημοσίου χρέους, ενώ και ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σημαντικά. Οι ανωτέρω παράγοντες επιδείνωσαν τις ήδη στενές πιστωτικές συνθήκες της αγοράς. Ως αποτέλεσμα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των πιστώσεων προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα κατέστη αρνητικός από τις αρχές του 2011, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Πρόσφατα, η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται αισθητά, καθώς αποφασιστικά βήματα έχουν ληφθεί με στόχο τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη δημιουργία ενός υγιούς και ανταγωνιστικού τραπεζικού τομέα.
Καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης ελήφθησαν σημαντικά μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών από το ελληνικό κράτος. Ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν κρατικές εγγυήσεις χωρίς κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, για τη λήψη ρευστότητας από το ευρωσύστημα (είτε μέσω της χρήσης των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης ή με χρήση του μηχανισμού Επείγουσας Παροχής Ρευστότητας).
Το 2010, ιδρύθηκε το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας για τον τραπεζικό τομέα. Το ΕΤΧΣ εφοδιάσθηκε με 10 δισεκατομμύρια ευρώ για στήριξη κεφαλαίου. Μετά το PSI, το ποσό αυτό αυξήθηκε σε 50 δισεκατομμύρια ευρώ.
Έκτοτε, έχει ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων βασικών τραπεζών και το ΕΤΧΣ έχει γίνει ο μεγαλύτερος μέτοχός τους. Τρεις από αυτές παρέμειναν υπό ιδιωτικό έλεγχο, μετά την εκπλήρωση του προαπαιτούμενου για τη συγκέντρωση τουλάχιστον 10% των κεφαλαιακών τους αναγκών από ιδιωτική συμμετοχή, ενώ μία ανακεφαλαιοποιήθηκε πλήρως από το ΕΤΧΣ. Αναμένεται ότι σταδιακά οι τέσσερις βασικές τράπεζες θα είναι σε θέση να εισέλθουν και πάλι στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.
Επιπλέον, το τραπεζικό σύστημα έχει εξυγιανθεί και υπόκειται επί του παρόντος σε αναδιάρθρωση. Ισχυροί τραπεζικοί θεσμοί σχηματίζονται με την ολοκλήρωση των εγχώριων συγχωνεύσεων.
Η εμπιστοσύνη αποκαθίσταται σταδιακά. Από το Ιούνιο του 2012 έχουν καταγραφεί καθαρές εισροές καταθέσεων. Αναμένεται ότι η συνεχής επιστροφή των καταθέσεων θα συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, δίνοντας ώθηση στην πραγματική οικονομία.
Ωστόσο, αυτή η αξιοσημείωτη προσαρμογή συνοδεύτηκε από σημαντικό κοινωνικοοικονομικό κόστος. Από το 2009, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά το 1/4. Τέτοια μείωση δεν βίωσε ποτέ αναπτυγμένη χώρα, με την εξαίρεση των ΗΠΑ κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Η ανεργία έχει μεν σταματήσει να αυξάνεται, αλλά έχει αγγίξει επίπεδα πρωτοφανή για αναπτυγμένη χώρα. Επί του παρόντος, βρίσκεται στο 27%, ενώ η ανεργία στους νέους κυμαίνεται γύρω στο 60%. Σχεδόν τα 2/3 των ανέργων βρίσκονται χωρίς δουλειά για διάστημα άνω του ενός χρόνου. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη EUROSTAT, το 35% του ελληνικού πληθυσμού αντιμετωπίζει υπαρκτό κίνδυνο ένδειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό συμβαίνει εν μέρει εξαιτίας της αυξημένης ανεργίας, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι το διαθέσιμο εισόδημα του πληθυσμού έχει μειωθεί κατά το 1/3 από την έναρξη της κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, διαφαίνεται φως στο τούνελ, ενώ οι προσπάθειες και οι θυσίες αρχίζουν να αποδίδουν. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις (Νοέμβριος 2013), το 2014 θα σημάνει την έξοδο της χώρας από την εξάχρονη ύφεση, ενώ στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα προβλέπεται να γνωρίσει βαθμιαία αλλά υγιή ανάπτυξη, η οποία θα στηρίζεται σε βιώσιμους παράγοντες, όπως ο τουρισμός, οι εξαγωγές, η καινοτομία και οι άμεσες ξένες επενδύσεις. Την ίδια στιγμή, σχεδιάζονται περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων, το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη δημόσια διοίκηση. Με αυτά τα δεδομένα, ένα από τα πιο ανησυχητικά μακροοικονομικά μεγέθη, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται δραστικά, ενώ και τα ποσοστά ανεργίας αναμένεται να ακολουθήσουν καθοδική πορεία.